- προσβλητός
- -ή,-όν A 0-0-1-0-0=1 Jer 10,9attached, overlaid (of silver); neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
προσβλητός — added masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβλητός — ή, όν, Α [προσβάλλω] 1. προσκολημμένος, πρόσθετος 2. αυτός που υπόκειται σε πρόσβληση, δηλ. σε στιγμιαία σύγκρουση … Dictionary of Greek
προσβλητόν — προσβλητός added masc acc sg προσβλητός added neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβλητικός — ή, ό, ΝΑ [προσβλητός] νεοελλ. αυτός που προσβάλλει, που θίγει κάποιον («προσβλητικά λόγια») αρχ. αυτός που ρίχνει κάτι σε κάποιον. επίρρ... προσβλητικώς και προσβλητικά Ν με προσβλητικό τρόπο … Dictionary of Greek